- εξημέρωση
- apprivoisement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εξημέρωση — η (AM ἐξημέρωσις) [εξημερώνω] 1. το να καταστεί κάποιος ή κάτι ήμερος («η εξημέρωση τού αλόγου», «τῆς γῆς ἐξημέρωσιν») 2. ο εκπολιτισμός … Dictionary of Greek
εξημέρωση — η το εξημέρωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξημερώσῃ — ἐξημερώσηι , ἐξημέρωσις fem dat sg (epic) ἐξημερόω tame aor subj mid 2nd sg ἐξημερόω tame aor subj act 3rd sg ἐξημερόω tame fut ind mid 2nd sg ἐξημερόω tame aor subj mid 2nd sg ἐξημερόω tame aor subj act 3rd sg ἐξημερόω tame fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξημερωτικός — ή, ό [εξημέρωση] αυτός που συμβάλλει στην εξημέρωση … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
εξανθρωπισμός — ο ο εκπολιτισμός, η εξημέρωση, ο εξευγενισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξανθρωπίζω. Η λ. μαρτυρειται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εξημέρωμα — (I) και ξημέρωμα, το ο ερχομός τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημέρα]. (II) το [εξημερώνω] η εξημέρωση … Dictionary of Greek
εξημερώσιμος — η, ο [εξημέρωση] αυτός που μπορεί ή αξίζει να εξημερωθεί … Dictionary of Greek
ημέρευση — η (Α ἡμέρευσις) [ημερεύω (ΙΙ)] νεοελλ. η εξημέρωση, ο δαμασμός, η τιθάσευση αρχ. η διημέρευση … Dictionary of Greek
ημέρωμα — και μέρωμα, το (Α ἡμέρωμα) [ημερώνω] νεοελλ. εξημέρωση, καταπράυνση, κατευνασμός αρχ. το φυτό που έχει εξημερωθεί με καλλιέργεια, το καλλιεργημένο φυτό … Dictionary of Greek